Uobičajeno στα ελληνικά
Μετάφραση: uobičajeno, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απουσία, αθέτηση, αθετώ, συνήθως, κοινώς, συχνά, κοινά, κοινού
Μεταφράσεις
- centripetalan στα ελληνικά - κεντρομόλος, κεντρομόλο, κεντρομόλου, κεντρομόλες, κεντρομόλα
- cjelovit στα ελληνικά - ακέραιος, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
- davanje στα ελληνικά - επίδομα, επιχορήγηση, προβληματίζω, φορολογώ, τσιγκουνεύομαι, φόρος, διόδια, ...
- federalno στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, ομοσπονδιακά, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό επίπεδο, ομοσπονδιακής
Τυχαίες λέξεις
Uobičajeno στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απουσία, αθέτηση, αθετώ, συνήθως, κοινώς, συχνά, κοινά, κοινού
Μεταφράσεις: απουσία, αθέτηση, αθετώ, συνήθως, κοινώς, συχνά, κοινά, κοινού