Λέξη: άσχημος

Σχετικές λέξεις: άσχημος

άσχημοσ ονειροκρίτησ, άσχημος πατέρας όμορφος ο γιος και τρελός ο εγγονός. τι είναι, άσχημοσ συνώνυμα, είναι άσχημος, άσχημος άντρας, είμαι άσχημοσ, νιώθω άσχημος, άσχημοσ χωρισμόσ

Συνώνυμα: άσχημος

κακοκαμωμένος, μαύρος, μαυρισμένος, σκοτεινός, άγριος, δυσοίωνος, αηδιαστικός, απειλητικός, δυσάρεστος, κακοήθης, μοχθηρός, τραχύς, πλήρης ραφών, απλός, σπιτικός, άχαρις, άμορφος

Μεταφράσεις: άσχημος

άσχημος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unsightly, ugly, seamy, shapeless, homely

άσχημος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disforme, feo, fea, feos, horrible, feas

άσχημος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schrecklich, entsetzlich, hässlich, mies, grämlich, unheilvoll, gemein, hässliche, hässlichen, häßlich, häßlichen

άσχημος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
effrayant, sinistre, laid, difforme, détestable, moche, épouvantable, hideux, effroyable, maussade, disgracieux, bas, vilain, horrible, laide, laids

άσχημος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
brutto, brutta, brutti, ugly, brutte

άσχημος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abominável, arisco, pneumático, horrendo, horrível, repugnante, brusco, feio, feia, feios, feias

άσχημος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nors, stuurs, afgrijselijk, bars, laag, zuur, lelijk, vreselijk, afschuwelijk, gemelijk, honds, onheilspellend, onaardig, nurks, lelijke, ugly

άσχημος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ужасный, зловещий, непривлекательный, безобразный, скверный, склочный, неприятный, некрасивый, гибельный, отталкивающий, противный, угрожающий, низкий, уродливый, невзрачный, задиристый, уродливые, некрасиво, уродливым, уродливое

άσχημος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stygg, heslig, stygge, stygt, ugly

άσχημος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ohygglig, ful, ryslig, fula, fult, ugly

άσχημος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruma, kammottava, kolkko, alhainen, paha, nyrpeä, synkkä, uhkaava, kamala, hirveä, kauhea, ilkeä, rujo, iljettävä, kaamea, rumia, ugly, rumaa, ruman

άσχημος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grim, grimme, grimt, ugly, hæslige

άσχημος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ošklivý, sprostý, nevzhledný, ohyzdný, šeredný, škaredý, ohavný, nehezký, ošklivé, ošklivá, ošklivě

άσχημος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brzydki, paskudny, niemiły, szpetny, nieładny, szkaradny, nieestetyczny, brzydkie, brzydka, ugly, brzydko

άσχημος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ronda, csúf, csúnya, rút

άσχημος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dehşetli, çirkin, korkunç, çirkin bir, ugly

άσχημος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
склочний, бридкий, гидкий, непривабливий, противний, задиристий, потворний, виродливий, найпотворніший, потворне

άσχημος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shëmtuar, i shëmtuar, e shëmtuar, të shëmtuar, shëmtuara

άσχημος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грозен, грозна, грозно, грозни, грозната

άσχημος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нiзкi, панчоха, пачварны, выродлівы, пачварным, з рэзаным вухам, рэзаным вухам

άσχημος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inetu, kole, koledad, inetud, ugly

άσχημος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nakazan, odvratan, nezgrapan, ružan, neugledan, ružno, ružna, ružni, ružne

άσχημος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljótur, ljót, ljótt, ljóta

άσχημος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
turpis

άσχημος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siaubingas, baisus, bjaurus, negraži, bjaurusis, ugly, bjauri

άσχημος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
briesmīgs, šausmīgs, drausmīgs, neglīts, neglīta, neglīto, neglīti

άσχημος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грди, грдо, грд, грдото, грда

άσχημος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urât, grozav, urâtă, urat, urata, urâte

άσχημος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grd, grda, grdi, grdo, grde

άσχημος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šeredný, škaredý, ohyzdný, ošklivý, škaredé
Τυχαίες λέξεις