Olim στα ελληνικά

Μετάφραση: olim, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάποτε, εφάπαξ, άλλοτε
Olim στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • officina στα ελληνικά - ατελιέ
  • officium στα ελληνικά - ευθύνη, γραφείο, τοποθεσία, ταχυδρομώ, δουλειά, δοκάρι, καθήκον, ...
  • olus στα ελληνικά - λαχανικό
  • omnis στα ελληνικά - κάθε, όλες, όλα, όλος
Τυχαίες λέξεις
Olim στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάποτε, εφάπαξ, άλλοτε