Termino στα ελληνικά
Μετάφραση: termino, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- teres στα ελληνικά - λείος
- tergum στα ελληνικά - πισινός, ανατρέφω
- terminus στα ελληνικά - ρέλι, μεθόριος, σύνορο, περιορίζω
- terra στα ελληνικά - προσγειώνομαι, χώμα, προσαράσσω, χώρα, έδαφος, εξοχή, πατρίδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Termino στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω
Μεταφράσεις: περιορίζω