Λέξη: εξάνθημα

Σχετικές λέξεις: εξάνθημα

εξάνθημα στο στήθος, εξάνθημα οστρακιάς, εξάνθημα σε όλο το σώμα, εξανθημα πεταλούδας, εξάνθημα στα πόδια, εξάνθημα στην κοιλιά, εξάνθημα hiv, εξάνθημα στο δέρμα, εξάνθημα στο πρόσωπο, εξάνθημα στα γεννητικά όργανα

Συνώνυμα: εξάνθημα

εξανθήματα, κνίδωση, ερυθρά εξανθήματα, σπυρί, σπιθούρι, φλύκταινα, πυώδης φλύκταινα, έκρηξη

Μεταφράσεις: εξάνθημα

εξάνθημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rash, eruption, hives, a rash

εξάνθημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salpullido, sarpullido, erupción, imprudente, erupción cutánea, exantema

εξάνθημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fahrlässig, ausschlag, hastig, vorschnell, hautausschlag, rücksichtslos, waghalsig, Ausschlag, Hautausschlag, Exanthem

εξάνθημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hâtif, précipité, éruption, déviation, imprudent, téméraire, urticaire, inconsidéré, éruption cutanée, éruptions cutanées, rash

εξάνθημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eruzione, eruzione cutanea, esantema, avventato, eruzioni cutanee

εξάνθημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
erupção cutânea, erupção, rash, exantema, erupções

εξάνθημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitslag, huiduitslag, rash, uitbarsting, onbezonnen

εξάνθημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
необдуманный, шуршание, стремительный, поспешный, безрассудный, сыпь, неосторожный, торопливый, неосмотрительный, отвесный, опрометчивый, скоропалительный, гон, крапивный, сыпи, кожная, высыпания, высыпание

εξάνθημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utslett, utslettet, hudutslett

εξάνθημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utslag, hudutslag, rash, Utslagen, ilat

εξάνθημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harkitsematon, ajattelematon, varomaton, ihottuma, ihottumaa, ihottuman, rash

εξάνθημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udslæt, hududslæt, udslættet, udslet

εξάνθημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prudký, vyrážka, unáhlený, nepředložený, ukvapený, vyrážku, vyrážky, exantém

εξάνθημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochopny, plasterek, nieprzemyślany, nieostrożny, pośpieszny, junacki, pospieszny, wysypka, wysypki, wysypkę, rumień, nierozważny

εξάνθημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiütés, bőrkiütés, kiütések, bőrkiütések, kiütést

εξάνθημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kızarıklık, isilik, pişik, döküntü, döküntüsü, döküntüler

εξάνθημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шахраї, висип, висипання, висипка, висипи, сип

εξάνθημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i nxituar, njolla, puçrra, skuqje, skuqje të lëkurës

εξάνθημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обрив, обриви, обрива

εξάνθημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сып, сыпь, высыпка

εξάνθημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lööve, nahalööve, lööbe, löövet

εξάνθημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brzoplet, osipa, nepromišljen, ospice, osip, osip se

εξάνθημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bráður, útbrot, útbrotum, útbrot með, útbrot á

εξάνθημα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
temerarius

εξάνθημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išbėrimas, bėrimas, išbėrimą

εξάνθημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsitumi, izsitumi uz, izsitumus, izsitumiem

εξάνθημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исип, осип, осипот, исип на, исипот

εξάνθημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iritație, erupții cutanate, erupție cutanată, eruptii cutanate, erupții cutanate tranzitorii

εξάνθημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
liják, izpuščaj, izpuščaji, izpušcaj, izpuščajem

εξάνθημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príval, vyrážka, vyrážky, exantém, vyrážku, kožná vyrážka

Στατιστικά δημοτικότητας: εξάνθημα

Τυχαίες λέξεις