Palielināšanās στα ελληνικά
Μετάφραση: palielināšanās, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- palielināt στα ελληνικά - αναστηλώνω, αύξηση, υψώνω, αυξάνω, ανατρέφω, εντείνω, σηκώνω, ...
- palielināties στα ελληνικά - αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
- palikt στα ελληνικά - ξεκουράζομαι, παραμένω, μένω, ησυχασμός, υπόλοιπος, διαμονή, παραμονή, ...
- palma στα ελληνικά - φοίνικας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, φοινικέλαιο
Τυχαίες λέξεις
Palielināšanās στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει