Λέξη: ιεροκήρυκας

Σχετικές λέξεις: ιεροκήρυκας

ιεροκήρυκας παναγόπουλος, ο ιεροκήρυκασ

Συνώνυμα: ιεροκήρυκας

κήρυκας, ιεροκήρυξ

Μεταφράσεις: ιεροκήρυκας

ιεροκήρυκας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preacher, a preacher, preachers

ιεροκήρυκας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
predicador, predicador de, pastor, el predicador

ιεροκήρυκας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prediger, Prediger, Predigers, Priester

ιεροκήρυκας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prédicant, pasteur, prédicateur, prêcheur, prédicateur de

ιεροκήρυκας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
predicatore, preacher, pastore, predicatore di

ιεροκήρυκας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pregador, pastor, preacher

ιεροκήρυκας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
predikant, kanselredenaar, prediker, Preacher, dominee, de Prediker

ιεροκήρυκας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
резонер, проповедник, проповедником, проповедника, священник

ιεροκήρυκας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
predikant, forkynner, predikanten, forkynneren, prest

ιεροκήρυκας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
predikant, förkunnare, predikanten, preacher

ιεροκήρυκας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
julistaja, saarnaaja, saarnamies, saarnaajan

ιεροκήρυκας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prædikant, Præsten, prædikanten, præst, forkynder

ιεροκήρυκας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kazatel, kazatelem, kazatele, kněz

ιεροκήρυκας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaznodzieja, głosiciel, kaznodzieją, kaznodziei, głosicielem

ιεροκήρυκας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prédikátor, Preacher, lelkész, prédikátort

ιεροκήρυκας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vaiz, hatip, preacher, bir vaiz, vaizi

ιεροκήρυκας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проповідник

ιεροκήρυκας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
predikues, Predikuesi, predikues i, Predikuesi është

ιεροκήρυκας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проповедник, проповедника, проповедник на, свещеник

ιεροκήρυκας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прапаведнік

ιεροκήρυκας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palvevend, jutlustaja, kuulutajata, preacher, jutlustajaks

ιεροκήρυκας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
propovjednik, propovjednika, propovjednik je, svećenik

ιεροκήρυκας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prédikari, predikarinn, prédikarinn, Pd, presturinn

ιεροκήρυκας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pamokslininkas, pamokslininku, dvasininkas, pamokslautojas, skelbėjas

ιεροκήρυκας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sludinātājs, mācītājs, sludinātāju, sludinātājam

ιεροκήρυκας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проповедник, Свештеникот, проповедникот, проповедници, свештеник

ιεροκήρυκας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
predicator, propovăduitor, predicatorul, preot, pastor

ιεροκήρυκας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pridigar, pridigarja, preacher, Duhovnik, Propovjednik

ιεροκήρυκας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kazateľ, kazatel, pastor, kazateľa
Τυχαίες λέξεις