Personisks στα ελληνικά

Μετάφραση: personisks, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Personisks στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • persiks στα ελληνικά - γιαρμάς, ροδάκινο, ροδάκινου, ροδακινί, ροδάκινων, ροδάκινα
  • persona στα ελληνικά - πρόσωπο, ατομικός, άτομο, άνθρωπος, ψυχή, θνητός, κάποιος, ...
  • personāls στα ελληνικά - προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
  • personība στα ελληνικά - ποιότητα, χαρακτήρας, προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα
Τυχαίες λέξεις
Personisks στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές