Λέξη: δραπέτευση

Σχετικές λέξεις: δραπέτευση

δραπέτευση συνώνυμα

Συνώνυμα: δραπέτευση

διαφυγή, απόδραση, παρεκτροπή, απαγωγή, εκούσια απαγωγή

Μεταφράσεις: δραπέτευση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
getaway, elopement, escape, escapade, escape of, absconding
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fuga, elopement, la fuga, rapto, fugarse
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Entführung, Durchbrennen, Flucht, elopement
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fuite, fugue, enlèvement, elopement, fugues, fugue amoureuse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fuga con un amante, fuga, fuga d'amore, elopement
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuga, elopement, do elopement
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaking, vlucht met een geliefde, elopement, de schaking, ontvoering
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бегство, побег, старт, тайное бегство, тайном бегстве, о тайном бегстве
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bryllupsdag, elopement, rømming, elskede
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rymning, elopement, rymning för att gifta, rymning för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karkaaminen, elopement
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elopement
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
únik, útěk, opuštění manžela
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ucieczka, elopement
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szöktetés, szökés, megszökés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçma, aşığı ile kaçma, Birlikte kaçma, kaçma girişimleri
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втечу, втеча, пагін
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arratisje, ikje e fshehtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приставане, бягството
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўцёкі, уцёкі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
start, eemalepääsemine, põgenemine, pagemine, Plahvatuslik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeg, bjekstvo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
elopement
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabėgimas, grobimas, Slapta apgavystė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slepena bēgšana
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
elopement
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fugă secretă, fugă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
elopement
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únik, útek
Τυχαίες λέξεις