Адмауляць στα ελληνικά
Μετάφραση: адмауляць, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, σκουπίδια, αρνείται, αρνηθεί, αρνείται την, απορρίπτει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адказнасць στα ελληνικά - δωσιδικία, ευθύνη, παθητικό, βάρος, ευθύνης, την ευθύνη, αρμοδιότητα, ...
- адкрыты στα ελληνικά - ανοίγω, ανοικτός, ανοιχτός, εγκαινιάζω, φανερός, ανοιχτόμυαλος, ανοιχτόμυαλοι, ...
- адмена στα ελληνικά - ακυρώνω, κατάργηση, ανακαλώ, καταργώ, ακύρωση, κατάλυση, ακύρωσης, ...
- адмова στα ελληνικά - απολύω, εκροή, απόρριψη, εκπυρσοκρότηση, άφεση, αποτυχία, παράλειψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Адмауляць στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, σκουπίδια, αρνείται, αρνηθεί, αρνείται την, απορρίπτει
Μεταφράσεις: κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, σκουπίδια, αρνείται, αρνηθεί, αρνείται την, απορρίπτει