Парк στα ελληνικά

Μετάφραση: парк, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, κοινός, πράσινος, πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Парк στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • папера στα ελληνικά - χαρτί, χαρτένιος, εφημερίδα, χαρτιού, έγγραφο, το χαρτί, του χαρτιού
  • пара στα ελληνικά - περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, ζευγάρι, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, ...
  • пасьля στα ελληνικά - μεταγενέστερα, κατόπιν, έπειτα, μετά, μετά από, μετά την, αφού, ...
  • пацух στα ελληνικά - αρουραίος, patsuh
Τυχαίες λέξεις
Парк στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, κοινός, πράσινος, πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης