Tikrovė στα ελληνικά
Μετάφραση: tikrovė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεγονός, υφήλιος, κόσμος, πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
Μεταφράσεις
- tikrinimas στα ελληνικά - ανακόπτω, αναχαιτίζω, καρέ, σταματώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ...
- tikrinti στα ελληνικά - δοκιμάζω, προσπαθώ, βεβαιώνω, δοκίμια, ελέγχω, διαβεβαιώνω, εκδικάζω, ...
- tikrumas στα ελληνικά - βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
- tikslas στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, βλέψη, δεξίωση, σκοπός, στοχεύω, αντιτείνω, αντικείμενο, ...
Τυχαίες λέξεις
Tikrovė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεγονός, υφήλιος, κόσμος, πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
Μεταφράσεις: γεγονός, υφήλιος, κόσμος, πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα