Λέξη: εξομολογώ

Συνώνυμα: εξομολογώ

εξομολογούμαι, ομολογώ, παραδέχομαι

Μεταφράσεις: εξομολογώ

εξομολογώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shrive, confess

εξομολογώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confesarse, confesar, declarar, confieso, confesará, confiese

εξομολογώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestehen, bekennen, zugeben, beichten

εξομολογώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confesser, confessez, confessons, allouer, reconnaître, admettre, attribuer, accorder, avouer, avoue, confesse

εξομολογώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riconoscere, confessare, confessarsi, confesso, confessare i, confessarlo

εξομολογώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confessar, professar, reconhecer, confesso, confessamos, confessam, confessarmos

εξομολογώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekennen, erkennen, toegeven, biechten, belijden, te belijden

εξομολογώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сознаться, каяться, признаваться, исповедовать, признаться, признавать

εξομολογώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilstå, bekjenne, vedgå, bekjenner, innrømme, kjennes

εξομολογώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bikta, erkänna, bekänna, tillstå, bekänner, erkänner

εξομολογώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myöntää, tunnustaa, tunnustan, tunnustamme, tunnustat

εξομολογώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrifte, bekende, tilstå, indrømme, bekender

εξομολογώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přiznávat, doznat, vyzpovídat, zpovídat, vyznat, uznat, přiznat, se přiznat, Přiznám se

εξομολογώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kajać, wyznać, wyspowiadać, przyznać, spowiadać, wyznawać, przyznawać

εξομολογώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vall, vallanom, bevallom, megvalljuk

εξομολογώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itiraf etmek, itiraf, itiraf ediyorum, itiraf etmeliyim

εξομολογώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зізнатися, сповідати, признатися, зізнається, визнавати, визнати, освідчитися, зізнатись

εξομολογώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrëfej, pranoj, rrëfejë, rrëfejmë, të rrëfejë

εξομολογώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
признават, признавам, изповяда, изповядваме, изповядат

εξομολογώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прызнацца, шчыра

εξομολογώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pihtima, tunnistama, tunnistan, tunnistame, tunnistaks

εξομολογώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priznati, priznamo, ispovijeda, priznajem, ispovjediti

εξομολογώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðganga, játa, játum, játar, kannast, að játa

εξομολογώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
profiteor

εξομολογώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisipažinti, išpažinti, išpažins, išpažintų

εξομολογώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atzīties, jāatzīstas, atzīstamies, atzīstos, atzīstu

εξομολογώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Признавам, исповеда, исповедаат, исповедаме, признаам

εξομολογώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mărturisi, mărturisesc, mărturisim, mărturisească, marturisesc

εξομολογώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priznam, priznati, priznal

εξομολογώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priznať, udeliť, poskytnúť, uznať
Τυχαίες λέξεις