Innvirkning στα ελληνικά

Μετάφραση: innvirkning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορμή, σύγκρουση, κρούση, επίδραση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Innvirkning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innvie στα ελληνικά - ξεκινώ, εγκαινιάζω, μυώ, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν
  • innviklet στα ελληνικά - περίπλοκος, βασανίζονται, μπερδεμένων, στη δίνη, τη βιωμένη
  • insekt στα ελληνικά - έντομο, εντόμων, εντόμου, έντομα, των εντόμων
  • insektmiddel στα ελληνικά - εντομοκτόνο, εντομοκτόνου, εντομοκτόνα, εντομοκτόνων, με εντομοκτόνα
Τυχαίες λέξεις
Innvirkning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορμή, σύγκρουση, κρούση, επίδραση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο