Ορμή στα νορβηγικά

Μετάφραση: ορμή, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hastverk, jag, tilstrømning, impuls, hast, påvirke, fart, innvirkning, momentum, fremdriften, moment, fremdrift
Ορμή στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμή

ορμή στα αγγλικά, ορμή συστήματος σωμάτων, ορμή ορισμός, ορμή ασκήσεις, ορμή φροντιστήριο, ορμή λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ορμή στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ορκισμένος στα νορβηγικά - sverget, svoret, tilsvoret, sverger, svoren
  • ορμέμφυτος στα νορβηγικά - instinktiv, instinktive, instinktivt
  • ορμητικός στα νορβηγικά - voldsom, fremfusende, heftig, heftige, voldsomme
  • ορμόνη στα νορβηγικά - hormon, hormonet, Hormone, hormon som
Τυχαίες λέξεις
Ορμή στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: hastverk, jag, tilstrømning, impuls, hast, påvirke, fart, innvirkning, momentum, fremdriften, moment, fremdrift