Kortvarig στα ελληνικά
Μετάφραση: kortvarig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωρινός, πρόσκαιρος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kort στα ελληνικά - κάρτα, κοντός, σύντομος, λιτός, βραχύλογος, λακωνικός, σύντομο, ...
- kortsynt στα ελληνικά - μυωπικός, μύωπικός, κοντόφθαλμη, κοντόφθαλμο, κοντόφθαλμες, μυωπική
- koselig στα ελληνικά - ζεστός, άνετος, άνετο, ζεστό, ζεστή
- kost στα ελληνικά - φαγητό, δαπανηρός, δαπανηρή, δαπανηρές, δαπανηρό, δαπανηρά
Τυχαίες λέξεις
Kortvarig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωρινός, πρόσκαιρος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Μεταφράσεις: προσωρινός, πρόσκαιρος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής