Λέξη: εμπιστεύομαι
Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι
εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα
Συνώνυμα: εμπιστεύομαι
ενδύω, περιβάλλω, έχω πίστη, έχω πεποίθηση, παραδίδω, παραπέμπω, διαπράττω, κάνω, στηρίζομαι, αναπαύω, αναπαύομαι, αναθέτω, αποστέλλω, στέλνω
Μεταφράσεις: εμπιστεύομαι
εμπιστεύομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
entrust, trust, confide, I trust, to trust
εμπιστεύομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confidencia, confiar, cometer, fiarse, confianza, depositar, encomendar, la confianza, fideicomiso, de confianza, fiduciario
εμπιστεύομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
treuhand, aufbewahrung, trauen, verwahrung, vertrauen, glauben, kartell, trust, Vertrauen, Vertrauens, das Vertrauen, Treuhand
εμπιστεύομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confier, espérer, confiance, crédit, expectative, religion, trust, foi, charger, cartel, créance, croyance, espérance, croire, espoir, fiducie, la confiance, de confiance
εμπιστεύομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fiducia, confidare, fidare, fede, trust, la fiducia, di fiducia
εμπιστεύομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tronco, fé, baú, confiar, cartel, confiança, a confiança, de confiança, trust
εμπιστεύομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertrouwen, trust, geloof, kartel, opdragen, fiducie, het vertrouwen, Vertrouw, vertrouwen van
εμπιστεύομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вера, ввериться, вверять, поручение, верить, перепоручать, доверенность, кредит, возложить, возлагать, поручать, доверие, вверить, положить, траст, опека, доверия, Trust, доверять, доверительного
εμπιστεύομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tillit, betro, trust, stoler, tilliten, stoler på
εμπιστεύομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtroende, anförtro, tillit, tro, Högt rankade, förtroendet
εμπιστεύομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskoa, toivoa, luottamus, trusti, luottaa, valtuuttaa, turvata, kartelli, usko, luottamusta, luottamuksen, luottamukseen
εμπιστεύομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillid, foretrækker, Trust, tillid til, tilliden
εμπιστεύομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
naděje, úvěr, důvěra, svěřit, spolehnutí, svěřovat, doufat, důvěry, důvěřovat, důvěryhodnosti, trust
εμπιστεύομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powierzyć, ufać, powierzać, nadzieja, powiernik, wierzyć, zarząd, zaufanie, trust, ufność, hasło, wiara, zwolennik, zaufania
εμπιστεύομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tröszt, érdekszövetkezet, célvagyonrendelés, bizalom, bizalmat, a bizalom, bizalmi, bizalmon
εμπιστεύομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itimat, güven, Güvendikleri Oteller, güvendiği, güveni, tröst
εμπιστεύομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
довіряти, покласти, траст, покладати, довірити, доручення, довіра, ввіряти, вірити, довіру, довір'я
εμπιστεύομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
besoj, trust, besim, besimi, besimit, besimi i
εμπιστεύομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доверие, доверието, на доверие, на доверието
εμπιστεύομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
давер
εμπιστεύομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
usaldus, usaldama, trust, usalduse, usaldust, usaldusel
εμπιστεύομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trust, povjeriti, rešetka, povjerenje, Trust, povjerenja, pouzdanje, povjerenju
εμπιστεύομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traust, Trust, treysta, trausti, Treystu
εμπιστεύομαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
credo, fides, fiducia, mando
εμπιστεύομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasitikėjimas, Trust, pasitikėjimą, pasitikėjimo, patikos
εμπιστεύομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trests, uzticība, uzticēšanās, uzticības, trasta, uzticēties
εμπιστεύομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доверба, довербата, на доверба, на довербата, довербата на
εμπιστεύομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trust, încredere, încrederea, încrederii, incredere, de încredere
εμπιστεύομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaupanje, zaupati, trust, zaupanja, zaupanju, Skrbniškega
εμπιστεύομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôvera, dôveru, dôvery
Τυχαίες λέξεις