Roman στα ελληνικά

Μετάφραση: roman, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέων, νέες, νέο
Roman στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rolle στα ελληνικά - ρόλος, χαρακτήρας, μερίδιο, χωρίζω, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ...
  • rom στα ελληνικά - χώρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
  • romanforfatter στα ελληνικά - μυθιστοριογράφος, συγγραφέας, συγγραφέα, μυθιστοριογράφο, μυθιστοριογράφου
  • romantisk στα ελληνικά - ρομαντικός, ρομαντικό, ρομαντικές στιγμές, ρομαντικές, Romantic, Ρομαντική
Τυχαίες λέξεις
Roman στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέων, νέες, νέο