Λέξη: άγαλμα

Σχετικές λέξεις: άγαλμα

άγαλμα της ελευθερίας, άγαλμα της νίκης της σαμοθράκης, άγαλμα του χριστού λυτρωτή στο λόφο κορκοβάντο, άγαλμα αθηνάς, άγαλμα αθηνάς προμάχου, άγαλμα του ολυμπίου διός, άγαλμα πουλόπουλος, άγαλμα του χριστού λυτρωτή, άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια, άγαλμα στίχοι, το άγαλμα

Συνώνυμα: άγαλμα

ξόανο, ανδριάντας, ανδριάς, άγαλμα χρησιμεύων ως κρήνη

Μεταφράσεις: άγαλμα

άγαλμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
statue, sculpture, statue of, a statue, the statue

άγαλμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esculpir, estatua, escultura, entalladura, estatua de, la estatua, estatua del, statue

άγαλμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
meißeln, statue, bildsäule, plastik, bildhauerei, standbild, skulptur, Statue, Standbild

άγαλμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sculpter, statuaire, statistiques, statue, graver, statistique, sculpture, la statue, statue de

άγαλμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scultura, scolpire, statua, statua di, statue, la statua, statua in

άγαλμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estátua, esculpir, escultura, barulho, estátua de, statue, a estátua, estátua do

άγαλμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beeldhouwwerk, beeldhouwen, uithouwen, beeld, uithakken, standbeeld, standbeeld van, Het standbeeld, Het standbeeld van

άγαλμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истукан, изваяние, ваять, инкрустация, ваяние, изваять, скульптор, статуя, памятник, вылепить, скульптура, лепить, статуи, статую

άγαλμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
statue, skulptur, statuen

άγαλμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skulptur, staty, skulptera, statyn, statue

άγαλμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvanveisto, patsas, muovata, veistos, statue, patsaan

άγαλμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
statue, skulptur, statuen, statuebillede

άγαλμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rýt, vytesávat, socha, vyřezávat, sochařství, statua, sochy, sochu, statue

άγαλμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzeźbiarstwo, wykuwać, statua, relief, posąg, statuetka, rzeźbić, rzeźba, pomnik, statue

άγαλμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szobrászat, szobor, szobra, szobrot, statue

άγαλμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heykeltıraşlık, heykel, heykeli, statue, heykelin, heykelinin

άγαλμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скульптурний, статуя, скульптура, інкрустація, статую

άγαλμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtatore, statujë, Statuja, statuja e, statujë e, statue

άγαλμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
статуя, скулптура, статуята, статуя на, статуетка

άγαλμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
статуя, статую, скульптура

άγαλμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
skulptuur, kuju, kujundama, ausammas, statue, monument, Skulptuuri, patsas

άγαλμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kiparstvo, statua, propis, kip, skulptura, zakon, statut, spomenik, kipa, statue

άγαλμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stytta, styttu, styttan, styttu Jóns Sigurðssonar, stytta af

άγαλμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
statua

άγαλμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skulptūra, statula, statue, statulą

άγαλμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
statuja, tēlniecība, skulptūra, statue, statuju, statujas

άγαλμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вајарство, кипот, статуата, статуа, статуетка, статуа на, споменик

άγαλμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
statuie, sculptură, statuia, statuie de, statuii, statuie a

άγαλμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plastika, kip, skulptura, statue, kipec, spomenik

άγαλμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
socha, plastika, Statue

Στατιστικά δημοτικότητας: άγαλμα

Τυχαίες λέξεις