Skamløs στα ελληνικά
Μετάφραση: skamløs, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξετσίπωτος, αδιάντροπος, ασύστολος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη
Μεταφράσεις
- skalp στα ελληνικά - δέρμα της κεφαλής, τριχωτό της κεφαλής, τριχωτού της κεφαλής, κρανίο, του τριχωτού της κεφαλής
- skam στα ελληνικά - όνειδος, δυσμένεια, ταπείνωση, κρίμα, ντροπή, ντροπής, την ντροπή, ...
- skammelig στα ελληνικά - επαίσχυντος, ντροπή, επαίσχυντη, επαίσχυντο, επαίσχυντες
- skandale στα ελληνικά - σκάνδαλο, σκανδάλου, σκάνδαλο της, το σκάνδαλο, σκάνδαλο του
Τυχαίες λέξεις
Skamløs στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξετσίπωτος, αδιάντροπος, ασύστολος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη
Μεταφράσεις: ξετσίπωτος, αδιάντροπος, ασύστολος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη