Λέξη: ηρεμία

Σχετικές λέξεις: ηρεμία

ηρεμία στην εγκυμοσύνη, ηρεμία αποφθέγματα, ηρεμία συνωνυμα, ηρεμία και χαλάρωση, ηρεμία ψυχής, ηρεμία ορισμός, ηρεμία ονειροκρίτης, ηρεμία γαλήνη, ηρεμία αγγλικά, ηρεμία συνώνυμα

Συνώνυμα: ηρεμία

γαλήνη, υπόλοιπο, ανάπαυση, ξεκούραση, ανάπαυλα, παύση, αποσταλακτήρ, λαμπίκος, πόζα, ησυχία, αταραξία, ψυχραιμία, πραότητα, απνοία, αναπαυτικότης, αναπαυτικότητα

Μεταφράσεις: ηρεμία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tranquillity, equanimity, tranquility, calm, serenity, calmness, rest
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tranquilidad, la tranquilidad, paz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschaulichkeit, stille, gleichmut, ruhe, Ruhe, Stille, die Ruhe, der Ruhe, tranquility
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stoïcisme, paix, repos, accalmie, tranquillité, sérénité, calme, la tranquillité, tranquilité, de tranquillité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tranquillità, la tranquillità, quiete, pace, tranquilla
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tranqüilidade, tranquilidade, tranquility, a tranquilidade, tranquillity
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kalmte, rust, stilte, de rust, rustige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покой, хладнокровие, невозмутимость, самообладание, уравновешенность, спокойствие, безмятежность, спокойствия, спокойствием
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ro, roen, stillhet, stillheten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lugn, ro, lugnet, stillhet, tranquility
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyyneys, rauhallisuus, hiljaisuutta, rauhasta, rauhallisuutta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ro, stilhed, stilheden, roen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ticho, poklid, pokoj, klid, tranquillity, klidu, klidnost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cisza, spokój, opanowanie, spokoju, tranquility, tranquillity
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugalom, nyugalmat, a nyugalom, nyugalmát, a nyugalmat
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huzur, tranquility, sükunet, tranquillity, sakinlik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
урівноваженість, врівноваження, врівноваженість, спокій, спокою
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qetësi, qetësinë, qetësia, qetesi, qetësisë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хладнокръвие, спокойствие, спокойствието, тишина, покой
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спакой
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tasakaalukus, meelerahu, rahulikkus, rahu, vaikust, tranquility, vaiksus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ravnodušnost, hladnokrvnost, staloženost, mirnoća, mir, spokoj, tišinu, tišina, spokojstvo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ró, kyrrð, friðsæld, kyrrð í
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramumas, tyla, ramybė, ramybės, ramybę, ramybe
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klusums, miers, savaldība, nosvērtība, mieru, klusumu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спокојство, спокојството, тишината, смиреност, спокој
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calm, liniște, liniste, liniștea, linistea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokoj, spokojnost, umirjenost, tišine, spokojnosti, tišino
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rovnováha, pokoj, kľud
Τυχαίες λέξεις