Sunn στα ελληνικά
Μετάφραση: sunn, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωφέλιμος, ευεργετικός, υγιής, θρεπτικός, γερός, φωνή, ήχος, επωφελής, υγιεινός, υγιή, υγιείς, υγιές, υγιούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sump στα ελληνικά - βόρβορος, μαζεύω, βάλτος, έλος, τέλμα, βάλτο, βάλτου
- sund στα ελληνικά - πορθμός, στενά, στενών, στα στενά, στενά που, τα στενά
- sunnhet στα ελληνικά - υγεία, Υγείας, την υγεία, υγεία των, την υγεία των
- suppe στα ελληνικά - σούπα, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα
Τυχαίες λέξεις
Sunn στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωφέλιμος, ευεργετικός, υγιής, θρεπτικός, γερός, φωνή, ήχος, επωφελής, υγιεινός, υγιή, υγιείς, υγιές, υγιούς
Μεταφράσεις: ωφέλιμος, ευεργετικός, υγιής, θρεπτικός, γερός, φωνή, ήχος, επωφελής, υγιεινός, υγιή, υγιείς, υγιές, υγιούς