Λέξη: πεζικό
Σχετικές λέξεις: πεζικό
βυζαντινό πεζικό, πεζικό (βαρέα όπλα), πεζικό υεα, ελληνικό πεζικό, πεζικό τρίπολη, αερομεταφερόμενο πεζικό, πεζικό θήβα
Μεταφράσεις: πεζικό
πεζικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infantry, the infantry
πεζικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infantería, de Infantería, la infantería, infantería de, infantes
πεζικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußvolk, infanterie, Infanterie, Infanteristen, Fußvolk
πεζικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infanterie, l'infanterie, d'infanterie, fantassins
πεζικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fanteria, di fanteria, fanti, la fanteria, della fanteria
πεζικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
menino, criança, infante, infantaria, menina, de infantaria, da infantaria, Infantry, a infantaria
πεζικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voetvolk, infanterie, de Infanterie, infanterie van, van de Infanterie
πεζικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инфантерия, пехота, пехоты, пехотный, пехотная, пехотных
πεζικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
infanteri, infanteriet, infantry, infanterister
πεζικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
infanteri, infanterit, Infantry, infanteriet
πεζικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalkaväki, jalkaväen, Infantry, jalkaväkeä, jalkaväkidivisioonan
πεζικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
infanteri, fodfolk, infanteriet, infanterister
πεζικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pěchota, pěchotní, pěchoty, pěší, pěšího
πεζικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piechota, piechoty, Infantry, piechotę
πεζικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyalogság, gyalogsági, gyalogos, gyalogságot, a gyalogság
πεζικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
piyade, infantry, piyadeleri, piyadeler, piyadelerin
πεζικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
початковий, дитячий, інфантильний, піхота
πεζικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmbësori, këmbësorisë, e këmbësorisë, të këmbësorisë, këmbësorie
πεζικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пехота, пехотен, пехотата, пехотна, пехотни
πεζικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пяхота
πεζικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalavägi, jalaväe, jalaväekompanii, jalaväge, jalaväerühmaga
πεζικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pješadija, konjica, pješaštvo, Pješačko, pješaštva, pješački
πεζικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fótgöngulið, Infantry
πεζικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pėstininkai, pėstininkų, pėstininkas, Infantry, pėstieji
πεζικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kājnieki, kājnieku, infantry, kåjnieku, kājnieks
πεζικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пешадија, пешадиски, пешадиска, пешадијата, пешадиско
πεζικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infanterie, de infanterie, infanteriei, infanteria, a infanteriei
πεζικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pehota, pehotni, pehote, pehotna, pehotnega
πεζικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pechota, pěchota, pechotu
Τυχαίες λέξεις