Svakhet στα ελληνικά
Μετάφραση: svakhet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- svaie στα ελληνικά - ταλαντεύομαι, πείθω, λικνίζομαι, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ...
- svak στα ελληνικά - αδύναμος, ανίσχυρος, λιποθυμώ, αμυδρός, ασθενικός, αδύνατος, αδύναμη, ...
- sval στα ελληνικά - δροσερός, ψυχρότητα, δροσιά, δροσιάς, ψυχραιμία, δροσιά που
- svale στα ελληνικά - καταπίνω, χελιδόνι, δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, ψυχρό
Τυχαίες λέξεις
Svakhet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Μεταφράσεις: αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία