Λέξη: μεθοδολογία

Σχετικές λέξεις: μεθοδολογία

μεθοδολογία έρευνας πτυχιακή, μεθοδολογία επιστημονικής έρευνας, μεθοδολογία έρευνας, μεθοδολογία και εργαλεία διερεύνησης, μεθοδολογία εμπειρικής έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας παπαναστασίου, μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας παπαναστασίου pdf, μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας cohen, μεθοδολογία έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας

Μεταφράσεις: μεθοδολογία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
methodology, methods, method, the methodology, a methodology
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
metodología, metodología de, la metodología, método, la metodología de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
methodenlehre, methodologie, methodik, Methodik, Methodologie, Methode, Methoden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
méthodologie, méthode, la méthodologie, méthodes, méthodologie de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
metodologia, metodo, metodologia di, la metodologia, metodologie
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
metodologia, metodologia de, método, a metodologia, metodologias
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
methodologie, methode, methodiek, methoden, werkwijze
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
методология, методика, методологии, методологию, методики
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
metodikk, metodikken, metode, metoden som
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
metodik, metodologi, metod, metoden, metod som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
menetelmäoppi, metodiikka, metodologia, menetelmät, menetelmää, menetelmiä, menetelmän
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
metodologi, metode, metoder, metoden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
metodologie, metodika, metodiky, metodiku, metoda
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
metodologia, metodyka, metodologii, metodologię, metoda
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
módszertan, módszer, módszertant, módszert, módszertani
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
metodoloji, metodolojisi, yöntem, yöntemi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
методології, методологія, методологію
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
metodologji, metodologjia, metodologjia e, metodologjinë, metodologjisë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
методология, методика, методологията, методология за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
метадалогія, метадалогіі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
metoodika, metodoloogia, metoodikat, meetodid, meetodite
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metodologija, metodologiju, metodika, metodologije, metodologiji, metodologijom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðferðafræði, aðferðarfræði, Aðferðafræðin, aðferðir, aðferðafræði sem
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metodologija, metodika, metodiką, metodikos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metodoloģija, metodika, metodoloģiju, metodiku
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
методологија, методологијата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
metodologie, metodologia, metodologii, metodologiei, metodologia de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
metodologija, metodologijo, metodologije, metodologiji
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
metodológia, metodológie, metodiky, metodika, metodológiu

Στατιστικά δημοτικότητας: μεθοδολογία

Τυχαίες λέξεις