Aanhangen στα ελληνικά
Μετάφραση: aanhangen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώνω, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanhaling στα ελληνικά - χωρίο, παραθέτω, πίστωση, καθορίζω, αναγωγή, αναφορά, μνημονεύω, ...
- aanhang στα ελληνικά - συμβαλλόμενος, παρέα, υποστηρικτές, θεατές, υποστηρικτών, οπαδών, οπαδοί
- aanhanger στα ελληνικά - οπαδός, μαθητής, επιδέξιος, μέλος, επιτήδειος, στέλεχος, υποστηρικτής, ...
- aanhangsel στα ελληνικά - υποβοηθητικός, προσάρτημα, αναβάτης, βοηθητικός, συν, παράρτημα, αναπληρωτής, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanhangen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώνω, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις: χώνω, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν