Λέξη: υπηρετώ

Σχετικές λέξεις: υπηρετώ

υπηρετώ συνώνυμα, υπηρετώ ετυμολογία, υπηρετεί ετυμολογία

Συνώνυμα: υπηρετώ

εξυπηρετώ, σερβίρω, χρησιμεύω, προσέχω, ακολουθώ, διακούω, παραβρίσκομαι, φοιτώ, φροντίζω, περιμένω, χορηγώ

Μεταφράσεις: υπηρετώ

υπηρετώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
serve, minister, lackey, wait on, serving

υπηρετώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
servir, despachar, servir a, servirá, sirven, servir de

υπηρετώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genügen, dienen, servieren, zu dienen, dient

υπηρετώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
desservir, donner, servez, servons, servent, sers, porter, servir, purger, servira, service, servir de

υπηρετώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
servire, servizio, servirà, servono, fungere

υπηρετώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saque, empregado, ajudar, criada, servir, servem, atender, servir a, serve

υπηρετώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedienen, voorleggen, helpen, serveren, baten, opdienen, dienen, fungeren, te dienen

υπηρετώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отслужить, обслуживать, прослужить, выслужить, подавать, прислуживать, клетневать, обслужить, удовлетворять, подача, служить, служат, служить в, служит

υπηρετώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betjene, tjene, tjener, serverer, fungere

υπηρετώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tjäna, tjänar, fungera, serverar, betjäna

υπηρετώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjoilla, syöttö, päivystää, syöttää, paritella, palvella, palvelemaan, toimia, palvelevat, toimivat

υπηρετώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tjene, betjene, ekspedere, servere, tjener, fungere, at tjene

υπηρετώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pomoci, podávat, posloužit, obsloužit, přinést, obsluhovat, servírovat, podat, sloužit, slouží, poslouží, sloužil

υπηρετώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrządzić, podanie, usługiwać, służyć, urzędować, zagrywać, serw, podawacz, zagrywka, odsiadywać, serwować, podawać, serwis, serwer, odbywać, wyrządzać, obsługiwać, służą, służy, stanowić

υπηρετώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szolgál, szolgálja, szolgálnak, szolgálni, szolgálják

υπηρετώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
servis, hizmet, vermektedir, görev, karşılık vermektedir

υπηρετώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обслуговувати, подавати, подача, служити, бути, слугувати, служитиме

υπηρετώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shërbej, shërbejë, shërbejnë, shërbyer, të shërbejë

υπηρετώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
служа, служи, служат, послужи, да служи

υπηρετώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
служыць

υπηρετώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teenima, serveerima, teenindama, olla, teenida, teenivad, teenindada

υπηρετώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iznijeti, obavljati, servis, služiti, poslužiti, služe, služi, poslužite

υπηρετώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjóna, að þjóna, þjónað, gegna, starfa

υπηρετώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
appono

υπηρετώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarnauti, tarnauja, aptarnauti, tapti, tarnaus

υπηρετώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalpot, kalpo, kalpotu, būt, apkalpot

υπηρετώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
служат, послужи, да послужи, да служи, им служи

υπηρετώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
servi, servesc, servească, sluji, a servi

υπηρετώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podat, služijo, služiti, služi, služil, služila

υπηρετώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slúžiť, slúži
Τυχαίες λέξεις