Aansluiten στα ελληνικά

Μετάφραση: aansluiten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενώνω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συσχετίζω, συνδέω, λιμνούλα, πισίνα, συνέταιρος, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Aansluiten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanslaan στα ελληνικά - προβληματίζω, φόρος, συναγερμός, ρίζα, τρομάζω, φορολογώ, απεργία, ...
  • aanslag στα ελληνικά - κλιμάκωση, κλίμακα, κλίμακας, πινελιά, υγρασία, αγγίζω, λέπι, ...
  • aansluiting στα ελληνικά - διασταύρωση, αναμέτρηση, ανταπόκριση, σχέση, σύνδεση, σύνδεσης, πλαίσιο, ...
  • aanspannen στα ελληνικά - βάζω, ζεύω, τοποθετώ, Σφίξτε, σφίξετε, Βιδώστε, Σφίξτε τους, ...
Τυχαίες λέξεις
Aansluiten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενώνω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συσχετίζω, συνδέω, λιμνούλα, πισίνα, συνέταιρος, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί