Λέξη: πρωί
Σχετικές λέξεις: πρωί
πρωί - πρωί... φλερύ νταντωνάκη, πρωί πρωί που ξεκινώ, πρωί μεσημέρι απόγευμα βράδυ, πρωί πρωί με την αυγούλα, πρωί συνώνυμα, πρωί ή πρωΐ, πρωί ο ήλιος βγαίνει, πρωί πρωί με τη δροσούλα
Συνώνυμα: πρωί
πρωία, προμεσημβρία
Μεταφράσεις: πρωί
πρωί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
morning, the morning, am, mornings
πρωί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mañana, madrugada, matutino, la mañana, mañanas, las mañanas, por la mañana
πρωί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sonnenaufgang, vormittag, morgen, morgendlich, tagesanbruch, morgendämmerung, dämmerung, Morgen, morgens, am Morgen
πρωί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aube, matin, matinal, matinée, aurore, matins, les matins
πρωί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mattina, mattino, mattinata, mattine, le mattine
πρωί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
demais, manhã, aurora, madrugada, de manhã, manhãs, da manhã, as manhãs
πρωί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
morgenrood, morgen, dageraad, morgenlicht, ochtend, aurora, ochtendgloren, voormiddag, s ochtends
πρωί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утро, утренник, рассвет, начало, утром, утра, сегодня утром
πρωί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
formiddag, morgen, morgenen, om morgenen
πρωί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
morgon, morgonen, på morgonen, morse
πρωί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päivänkoitto, aamu, aamupäivä, aamunkoitto, aamunsarastus, aamurusko, aamulla, aamuna, aamu seuraavissa tiloissa, aamun
πρωί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
formiddag, morgen, morgenen, om morgenen
πρωί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dopoledne, svítání, ráno, ranní, rána, ráno se
πρωί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ranek, rano, poranek, rana, przedpołudnie, ranka, dnia rano
πρωί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reggel, reggeli, reggelt, délelőtt, ma reggel
πρωί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tan, sabah, şafak, sabahı, morning
πρωί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ранок, ранку, утро, ніч
πρωί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëngjes, në mëngjes, mëngjesi, mëngjesit, mëngjesin
πρωί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
утро, сутрин, сутринта, сутрешното
πρωί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ранiца, раніца, раніцу, утро, раніцы, ноч
πρωί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hommik, hommikul, täna hommikul, hommikust
πρωί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jutarnja, jutarnji, jutro, jutra, ujutro, jutros, jutarnje
πρωί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
morgunn, morgun, degi, morgni, degi fyrir, morguninn
πρωί στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mane
πρωί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rytas, aušra, rytą, ryte, ryto, morning
πρωί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rīts, rītausma, rītu, rīta, rītā, no rīta
πρωί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
утрото, наутро, утро, утринските часови, изутрина
πρωί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
auroră, dimineaţă, dimineață, dimineata, dimineața, de dimineata
πρωί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jutro, ráno, dopoldne, zjutraj, jutranja, jutranji
πρωί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ranní, ráno
Στατιστικά δημοτικότητας: πρωί
Τυχαίες λέξεις