Abnormaal στα ελληνικά
Μετάφραση: abnormaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdij στα ελληνικά - αβαείο, μονή, Abbey, αβαείου, μοναστήρι
- aberratie στα ελληνικά - παρεκτροπή, παρέκκλιση, εκτροπή, εκτροπής, εκτροπών, ανωμαλία
- abnormaliteit στα ελληνικά - ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλίες, διαταραχή, ανωμαλιών
- abonnee στα ελληνικά - συνδρομητής, αναγνώστης, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
Τυχαίες λέξεις
Abnormaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές