Λέξη: θρέφω

Μεταφράσεις: θρέφω

θρέφω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knit, nourishes, nourish, ENAO, nourished, It nourishes

θρέφω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nutre, Alimenta, la sustenta, lo sustenta, la alimenta

θρέφω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stricken, verknüpfen, strickarbeit, nährt, pflegt, ernährt, Intensiv pflegend, er nährt

θρέφω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tricoter, tricotage, nourrit, la nourrit, Nourrissante, il la nourrit, Nourrissent

θρέφω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nutre, alimenta, la nutre, nutre il

θρέφω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nutre, Nourishes, alimenta, a alimenta, a nutre

θρέφω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breien, voedt, verzorgt, hij voedt, voedt het, hij voedt het

θρέφω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трикотаж, скрепляться, вязать, сращивать, соединять, сращиваться, срастить, взращивать, связать, соединиться, штопать, взрастить, объединять, срастаться, завязываться, соединить, Питает

θρέφω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strikke, nærer, næring, gir næring, nourishes, gir det mat

θρέφω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sticka, Ger näring, näring, vårdar, ger näring åt, näring åt

θρέφω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kudin, neuloa, kudelma, ravitsee, hän ravitsee, ravitsevat

θρέφω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plejer, nærer, nærende, næring, er nærende

θρέφω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uplést, plést, živí, Vyživuje, vyživí

θρέφω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spajać, kwasoryt, wrabiać, dziać, zrastać, dziergać, odżywia, żywi, karmi, je żywi

θρέφω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
táplálja, táplál, Ápol, táplálgatja

θρέφω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
besler, besleyici, Cildi besler, Cildinizi besler

θρέφω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рицарі, живить, харчує, годує, плекає, відчуває

θρέφω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gërshetoj, thur, ushqen, e ushqen

θρέφω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Подхранва

θρέφω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сілкуе, мае, корміць, жывіць

θρέφω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuduma, toidab, igaüks toidab

θρέφω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
združiti, plesti, njeguje, hrani, ga hrani, hrani je, obnavlja

θρέφω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nærir, næra, mýkja

θρέφω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maitina

θρέφω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baro, to pabarojot, pabarojot

θρέφω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
негува, храни, потхранува, го храни, ја храни

θρέφω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Hrănește, hraneste, îl hrănește, o hrănește

θρέφω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plést, hrani, nahrani, neguje

θρέφω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
živí, živé, živia, Živá, živý
Τυχαίες λέξεις