Aggregatie στα ελληνικά

Μετάφραση: aggregatie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευση, σύναξη, συσσωμάτωμα, συσσωμάτωση, συσσωμάτωσης, συνάθροιση, τη συσσωμάτωση, συσσωμάτωση των
Aggregatie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agglomeraat στα ελληνικά - συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
  • aggregaat στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
  • agitatie στα ελληνικά - κινούμαι, ανακατεύω, αναταραχή, ενόχληση, σάλος, πτερυγίζω, αναδεύω, ...
  • agitator στα ελληνικά - ταραχοποιός, αναδευτήρα, ανάδευσης, αναδευτήρας, συσκευής ανάδευσης
Τυχαίες λέξεις
Aggregatie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευση, σύναξη, συσσωμάτωμα, συσσωμάτωση, συσσωμάτωσης, συνάθροιση, τη συσσωμάτωση, συσσωμάτωση των