Beïnvloeden στα ελληνικά
Μετάφραση: beïnvloeden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενέργεια, ορμή, αγγίζω, σύγκρουση, επιρροή, επενεργώ, κρούση, επηρεάζω, παριστάνω, πινελιά, επίδραση, στην επιρροή, επιρροής, της επιρροής, στην ακτινοβολία, με την επιρροή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beëindigen στα ελληνικά - ολοκληρώνω, περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, ολόκληρος, τέλος, για τον τερματισμό, ...
- beërven στα ελληνικά - κληρονομώ, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
- bibberen στα ελληνικά - ριγώ, τρέμω, ανατριχίλα, τουρτουρίζω, τρεμουλιάζω, ρίγος, το ρίγος, ...
- bibliografie στα ελληνικά - βιβλιογραφία, βιβλιογραφίας, βιβλιογραφία που, Πηγές Βιβλιογραφία, βιβλιογραφική
Τυχαίες λέξεις
Beïnvloeden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενέργεια, ορμή, αγγίζω, σύγκρουση, επιρροή, επενεργώ, κρούση, επηρεάζω, παριστάνω, πινελιά, επίδραση, στην επιρροή, επιρροής, της επιρροής, στην ακτινοβολία, με την επιρροή
Μεταφράσεις: επενέργεια, ορμή, αγγίζω, σύγκρουση, επιρροή, επενεργώ, κρούση, επηρεάζω, παριστάνω, πινελιά, επίδραση, στην επιρροή, επιρροής, της επιρροής, στην ακτινοβολία, με την επιρροή