Επίδραση στα ολλανδικά

Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontroeren, treffen, bewegen, aandoen, beïnvloeden, invloed, effect, werking, ingang, kracht
Επίδραση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίδραση

επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επίδραση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίδεσμος στα ολλανδικά - afbinden, toebinden, verband, zwachtel, bandage, pleister, blinddoek
  • επίδομα στα ολλανδικά - pré, concessie, premie, toeslag, voordeel, vergunning, toelage, ...
  • επίθεση στα ολλανδικά - bestorming, aanranden, stormloop, offensief, vlaag, aanvallen, aantasten, ...
  • επίθετο στα ολλανδικά - achternaam, van, adjectief, familienaam, bijvoeglijk naamwoord, bijvoeglijk, naamwoord
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontroeren, treffen, bewegen, aandoen, beïnvloeden, invloed, effect, werking, ingang, kracht