Bisschop στα ελληνικά

Μετάφραση: bisschop, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
Bisschop στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bips στα ελληνικά - μόρτης, κουτί, πρύμνη, μπορώ, αυστηρός, πισινό, κρεβάτι, ...
  • biscuit στα ελληνικά - μπισκότο, μπισκότου, μπισκότων, μπισκότα, μπισκοτοποιίας
  • bistro στα ελληνικά - Bistro, μπιστρό, μπιστρό του, μπιστρό που, το μπιστρό
  • bits στα ελληνικά - κοφτερός, διαπεραστικός, αιφνίδιος, οξυδερκής, μυτερός, κομμάτια, δυαδικά ψηφία, ...
Τυχαίες λέξεις
Bisschop στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος