Blijven στα ελληνικά

Μετάφραση: blijven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακρατώ, κρατώ, μένω, συνεχίζομαι, εμμένω, παραμένω, εξακολουθώ, προβαίνω, υπόλοιπος, συνεχίζω, προχωρώ, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, να, για να, σε, για, με
Blijven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blijkens στα ελληνικά - σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, κατά
  • blijspel στα ελληνικά - κωμωδία, κωμωδίας, την κωμωδία, κωμωδία του, κομεντί
  • blijvend στα ελληνικά - μόνιμος, αδιάπτωτος, συνεχής, διαρκείας, μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, ...
  • blik στα ελληνικά - φτυάρι, βλέμμα, ματιά, ατενίζω, θεωρώ, όψεως
Τυχαίες λέξεις
Blijven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακρατώ, κρατώ, μένω, συνεχίζομαι, εμμένω, παραμένω, εξακολουθώ, προβαίνω, υπόλοιπος, συνεχίζω, προχωρώ, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, να, για να, σε, για, με