Dokken στα ελληνικά

Μετάφραση: dokken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληρώνω, πληρωμή, προκυμαία, αποβάθρα, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock
Dokken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dogma στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
  • dok στα ελληνικά - προβλήτα, αράζω, αποβάθρα, λάπαθο, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, ...
  • dokter στα ελληνικά - γιατρός, ιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
  • dol στα ελληνικά - βάρβαρος, φέσι, κουζουλός, λυσσαλέος, μεθυσμένος, λωλός, φανατικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Dokken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληρώνω, πληρωμή, προκυμαία, αποβάθρα, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock