Exact στα ελληνικά
Μετάφραση: exact, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακριβώς, δίκαιος, μόλις, ακριβής, ακριβή, ακριβές, ακριβείς
Μεταφράσεις
- evolutie στα ελληνικά - εξέλιξη, ανάπτυξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, έκλυση, εξελίξεις
- ex- στα ελληνικά - κάποτε, εφάπαξ, πρώην, εκ, εκ των, τιμής εκ, εκ του
- examen στα ελληνικά - επιθεώρηση, τρέχω, διερεύνηση, έρευνα, ελέγχω, δοκιμασία, δίκη, ...
- examineren στα ελληνικά - βλέπω, εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Τυχαίες λέξεις
Exact στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακριβώς, δίκαιος, μόλις, ακριβής, ακριβή, ακριβές, ακριβείς
Μεταφράσεις: ακριβώς, δίκαιος, μόλις, ακριβής, ακριβή, ακριβές, ακριβείς