Ακριβώς στα ολλανδικά
Μετάφραση: ακριβώς, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nauwgezet, exact, vlak, scherp, precies, juist, accuraat, nauwkeurig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακριβώς
ακριβώς επιλύσιμα κβαντομηχανικά δυναμικά, ακριβώς πριν, ακριβώς ιταλικά, ακριβώσ στα αγγλικά, ακριβώσ αυτό, ακριβώς λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακριβώς στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ακριβολόγος στα ολλανδικά - zorgvuldig, accuraat, juist, stipt, nauwkeurig, prompt, secuur, ...
- ακριβός στα ολλανδικά - waardevol, lief, gezien, waard, geacht, duur, kostbaar, ...
- ακριτόμυθος στα ολλανδικά - wauwelaar, leuteraar, boomtimalia, babbler, klapper
- ακροατήριο στα ολλανδικά - toehoorders, auditorium, publiek, audiëntie, gehoor, hoorders, audience
Τυχαίες λέξεις
Ακριβώς στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nauwgezet, exact, vlak, scherp, precies, juist, accuraat, nauwkeurig
Μεταφράσεις: nauwgezet, exact, vlak, scherp, precies, juist, accuraat, nauwkeurig