Expansie στα ελληνικά
Μετάφραση: expansie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάπλωση, διαστολή, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Μεταφράσεις
- exemplaar στα ελληνικά - αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφω, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
- exotisch στα ελληνικά - εξωτικός, παράξενος, περίεργος, εξωγήινος, αλλοδαπός, εξωτικά, εξωτικό, ...
- expeditie στα ελληνικά - εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition
- expediëren στα ελληνικά - πλοίο
Τυχαίες λέξεις
Expansie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάπλωση, διαστολή, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Μεταφράσεις: εξάπλωση, διαστολή, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη