Geselen στα ελληνικά
Μετάφραση: geselen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω, λοιδορώ, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα, πληγή
Μεταφράσεις
- geschrift στα ελληνικά - γραφή, γράψιμο, γραπτώς, εγγράφως, γραφής
- geschut στα ελληνικά - πυροβολικό, πυροβολικού, πυροβόλα, το πυροβολικό, του πυροβολικού
- geslacht στα ελληνικά - φατρία, οικογένεια, ξεδιαλέγω, φυλή, γενιά, καλός, φύλο, ...
- geslachtelijk στα ελληνικά - σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
Τυχαίες λέξεις
Geselen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω, λοιδορώ, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα, πληγή
Μεταφράσεις: νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω, λοιδορώ, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα, πληγή