Graven στα ελληνικά

Μετάφραση: graven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάπα, σκάβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Graven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • graveerwerk στα ελληνικά - χαρακτική, χαρακτικής, εγχάραξη, εγχάραξη με, χαρακτικό
  • gravel στα ελληνικά - αμμόλιθος, άμμος, χαλίκι, πηλός, άργιλος, πηλό, αργίλου, ...
  • graveren στα ελληνικά - χαράζω, χαράξουμε, χαράξει, χαράξτε, χαράξω
  • gravure στα ελληνικά - χαρακτική, χαρακτικής, εγχάραξη, εγχάραξη με, χαρακτικό
Τυχαίες λέξεις
Graven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάπα, σκάβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει