Marchanderen στα ελληνικά
Μετάφραση: marchanderen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- map στα ελληνικά - ντοσιέ, φάκελο, φακέλου, φάκελος, το φάκελο
- maquette στα ελληνικά - μοντέλο, μακέτα, μανεκέν, σκελετός, δομή, πρότυπο, υπόδειγμα, ...
- marcheren στα ελληνικά - σεργιανίζω, βαδίζω, περπατώ, μάρτιος, Μάρτιος, πορεία, Μαρτίου, ...
- mare στα ελληνικά - άγγελμα, φημολογία, μήνυμα, φήμη, διάδοση, φήμες, η φήμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Marchanderen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
Μεταφράσεις: παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει