Λέξη: ανατρέχω

Σχετικές λέξεις: ανατρέχω

ανατρέχω english, ανατρέχω στην αρκαδία, ανατρέχω βικιλεξικο, ανατρέχω μεταφραση, ανατρέχω αγγλικα, ανατρέχω συνώνυμα, ανατρέχω ουσιαστικό

Συνώνυμα: ανατρέχω

επανέρχομαι, επαναλαμβάνομαι, συμβαίνω πάλι, πάω πίσω, αθετώ, ξαναγυρίζω

Μεταφράσεις: ανατρέχω

ανατρέχω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consult, backdate, recur, go back, trace back, look back

ανατρέχω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consultar, asesorar, antedatar, efecto retroactivo, retrotraer, efecto retroactivo a, retroacción de

ανατρέχω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befragen, rückdatieren, rückzudatieren, zurückdatieren, datieren

ανατρέχω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consultons, débattre, compulser, consultez, conseiller, consultent, consulter, antidater, antidate, antidater les, d'antidater, effet rétroactif à

ανατρέχω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
retrodatare

ανατρέχω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consultar, pré-datar, retroagir, antedatar, backdate, retropolar

ανατρέχω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consulteren, raadplegen, terugwerkende kracht, antidateren, met terugwerkende kracht, antedateren, terugwerkende

ανατρέχω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проконсультироваться, советоваться, консультироваться, справляться, проконсультировать, советовать, совещаться, консультировать, задним числом

ανατρέχω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbakedatere

ανατρέχω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsultera, rådfråga, antedatera, backdate

ανατρέχω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskustella, neuvotella, konsultoida, katsoa, päivätä varhemmaksi, takautuvasti, takautuvia, takautuvia tietoja, takautuvasti myös

ανατρέχω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagevirkende kraft, med tilbagevirkende kraft, tilbagevirkende kraft at, tilbagedatere, med tilbagevirkende kraft at

ανατρέχω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poradit, rokovat, konzultovat, radit, antedatovat

ανατρέχω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasięgać, konsultować, przekonsultować, radzić, skonsultować, poradzić, rozważać, backdate, datują wstecznie

ανατρέχω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
справлятися, консультуйтеся, проконсультуватися, заднім, задніх

ανατρέχω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
със задна дата, задна дата

ανατρέχω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заднім лікам, заднім чыслом, заднім днём, задняй датай, ўчорашнім днём

ανατρέχω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõustama, konsulteerima, tagasiulatuvalt kehtestama, tagasiulatuvalt, varasemat kuupäeva kirjutama, Kuupäeva varhemmaksi, tagantjärele välja maksmast

ανατρέχω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konzultirati, antidatirati

ανατρέχω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Pažymėti atgaline data, Atlikti atgaline data

ανατρέχω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
backdate

ανατρέχω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
antedatovat
Τυχαίες λέξεις