Ruitje στα ελληνικά

Μετάφραση: ruitje, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλατεία, τετράγωνο, παστίλια, παστίλιας, τροχίσκος, σακχαρόπηκτου, σακχαρόπηκτο
Ruitje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ruiter στα ελληνικά - αναβάτης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
  • ruiterij στα ελληνικά - ιππικό, ιππικού, το ιππικό, ιππείς, του ιππικού
  • ruk στα ελληνικά - τράνταγμα, κλονισμός, κόπανος, τραντάζω, μαλάκας, τίναγμα, ζετέ
  • rukken στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, τράβηγμα, τραβώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Ruitje στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλατεία, τετράγωνο, παστίλια, παστίλιας, τροχίσκος, σακχαρόπηκτου, σακχαρόπηκτο