Schikken στα ελληνικά

Μετάφραση: schikken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανονίζω, εξυπηρετώ, λέω, κοστούμι, βολεύω, ξεχωρίζω, διηγούμαι, αφηγούμαι, αρμόζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Schikken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schijngestalte στα ελληνικά - φάση, φάσης, στάδιο, φάσεως, φάσεων
  • schik στα ελληνικά - πλάκα, διασκέδαση, κέφι, ψυχαγωγία, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, ...
  • schikking στα ελληνικά - διευθέτηση, τακτοποίηση, ετοιμασία, σύστημα, διακανονισμός, ρύθμιση, συμφωνία, ...
  • schil στα ελληνικά - κρύβω, γδέρνω, κέλυφος, φλοιός, δέρμα, προβιά, φλούδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Schikken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, εξυπηρετώ, λέω, κοστούμι, βολεύω, ξεχωρίζω, διηγούμαι, αφηγούμαι, αρμόζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά