Λέξη: τράνταγμα
Σχετικές λέξεις: τράνταγμα
τράνταγμα στη μέση, τράνταγμα αυχένα, τράνταγμα στον ύπνο
Συνώνυμα: τράνταγμα
δοχείο, κανάτα, τσίριγμα, κακοφωνία, σοκ, ξάφνιασμα, τίναγμα
Μεταφράσεις: τράνταγμα
τράνταγμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jerk, jolt, shock, shake, whiplash
τράνταγμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tirón, sacudida, sobresalto, sacudida de, sacudidas, choque
τράνταγμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprung, zuckung, satz, dummkopf, schwachkopf, ruck, reflex, ruckweise, zucken, schnellen, Ruck, Stoß, jolt
τράνταγμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saccader, tirailler, soubresaut, abruti, à-coup, poire, secousse, houspiller, arracher, saccade, andouille, idiot, déchirer, bousculer, choc, sursaut, cahot
τράνταγμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scossa, sobbalzo, scossone, sussulto, scosse
τράνταγμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empurrão, zombar, solavanco, sobressalto, sacudidela, sacudir, sacudida
τράνταγμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schok, ruk, schokken, stoot, jolt
τράνταγμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фофан, ничтожество, дергать, подёргивание, толчок, дрыгать, сатуратор, рвануть, поспешить, дернуться, дергаться, вздрагивание, рефлекс, ублюдок, вялить, рывок, JoLT, удар, толчка, встряска
τράνταγμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rykke, rykk, skumpe, støt, sjokk, støte
τράνταγμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rycka, ryckning, stöt, ryck, jolt, skaka, kraftig skakning
τράνταγμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nykäisy, tärähdys, tempoa, vetäisy, temmata, nykiä, vetäistä, täristää, järkytys, jolt, nytkähdys
τράνταγμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ryk, bump, stød, jolt, rystelse
τράνταγμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náraz, trhat, trhnutí, cloumat, škubnout, trhnout, škubat, hlupák, strkat, klopýtnout, nekýve se
τράνταγμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świr, targnięcie, szarpnąć, szarpniecie, cymbał, szarpać, głupek, targać, drgnięcie, pchnięcie, szarpnięcie, wstrząs, jolt, wstrząsowo, telepać
τράνταγμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megrándulás, hülyegyerek, lódítás, ráz, lökés, lökést, zökkenés, zökkent
τράνταγμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sarsma, silkme, sarsıntı, şok, darbe, sallanma, dürtmek
τράνταγμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поштовх, поштовху
τράνταγμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje, goditje të, troshis, shkundje, troshis e
τράνταγμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сътресение, неприятна изненада, раздрусване, раздрусвам, изненадвам неприятно
τράνταγμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штуршок
τράνταγμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sikutama, jõnks, rapsama, raputus, põruma, tõukevaba ning, tõukevaba, põratama
τράνταγμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pizdek, povući, trnuti, pizdun, protresti, trzaj, potres, udarac, drmanje
τράνταγμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Stuð, Stuð í, Hnykkur
τράνταγμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trankymas, kratytis, krėsti, kresnoti, kratymas
τράνταγμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sitiens, grūdieniem, grūdiens, grūdienu
τράνταγμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
избувне, тресок, удар
τράνταγμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zdruncinătură, șoc, zdruncina, hurduca, smucitură
τράνταγμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cukat, sunek, Protresti, sunkov, sunkovit poteg
τράνταγμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strkať, sácať, strkat
Τυχαίες λέξεις