Stenen στα ελληνικά

Μετάφραση: stenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίξιμο, μουγκρίζω, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Stenen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stemming στα ελληνικά - μετριάζω, έγκλιση, ψηφίζω, σκληραίνω, ψήφος, οργή, ατμόσφαιρα, ...
  • stempel στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
  • stengel στα ελληνικά - στέλεχος, μίσχος, στείρα, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων
  • steno στα ελληνικά - στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Stenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίξιμο, μουγκρίζω, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη