Stenen στα ελληνικά
Μετάφραση: stenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίξιμο, μουγκρίζω, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
![Stenen στα ελληνικά Stenen στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-9204.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stemming στα ελληνικά - μετριάζω, έγκλιση, ψηφίζω, σκληραίνω, ψήφος, οργή, ατμόσφαιρα, ...
- stempel στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
- stengel στα ελληνικά - στέλεχος, μίσχος, στείρα, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων
- steno στα ελληνικά - στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Stenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίξιμο, μουγκρίζω, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Μεταφράσεις: τρίξιμο, μουγκρίζω, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη