Λέξη: φτέρνα

Σχετικές λέξεις: φτέρνα

ακανθώδης φτέρνα, φτέρνα στα αγγλικά, φτέρνα πόνος, άκανθος φτέρνα, φτέρνα ονειροκρίτης

Συνώνυμα: φτέρνα

τακούνι, πτέρνα

Μεταφράσεις: φτέρνα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heel, the heel, heel of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tacón, talón, del talón, el talón, talón de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schuhabsatz, hacke, brotkanten, ferse, scheißkerl, absatz, Ferse, Fersen, Absatz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alinéa, talon, le talon, talons, du talon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tacco, garretto, calcagno, tallone, del tallone, il tallone
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salto, ver, talão, calcanhar, tacão, do salto, do calcanhar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hiel, hak, de hiel, de hak, hakken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крениться, пята, мерзавец, задник, вершина, килевать, ребро, остаток, горбушка, набойка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hæl, heel, hælen, helen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
häl, klack, hälen, klacken
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyvi, kantapää, kantalappu, korko, kantapään, heel, Koron, kanta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæl, hælen, krængning, heel
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pata, patka, podpatek, kramflek, paty, podpatku, patou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obcas, napiętek, pięta, ścięgno, piętka, przechył, pięty, piętą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szarufaék, kenyérvég, sercli, gyök, sajtvég, griff, árboctalp, tányérnyaló, sarok, sarka, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ökçe, topuk, heel, topuklu, topuğu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
п'ятка, грання, падлюка, рештку, п'ята, залишок, каблук, підбор, підбори
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thembër, shëroj, takë, anim, kërcej mbi thembra
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пета, петата, на петата, петите, ток
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пята, абцас, Каблук, абцаса, абцасы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiiluots, kand, kanna, kreeni, basaalse, heel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
peta, potpetica, petu, heel, nagnuti se, metnuti potpetice
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæll, hæl, Þá verðuru, Þá verðuru að, Þá
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kulnas, kulno, kulną, heel, posvyrio kampas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
papēdis, papēža, papēdi, sānsvere, papēdim
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пета, штикли, петица, петицата, петата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
călcâi, toc, călcâiul, bandare, calcaiul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peta, pata, pete, heel, petni, peto
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
päta, náklon, náklonu, podpätku, päty
Τυχαίες λέξεις