Stuip στα ελληνικά

Μετάφραση: stuip, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπασμός, σπασμοί, σπασμών, σπασμούς, σπασμού
Stuip στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stug στα ελληνικά - αλύγιστος, αδιάλλακτος, σκληρός, ισχυρός, άκαμπτος, δύσκολος, άτεγκτος, ...
  • stugheid στα ελληνικά - δυστροπία, σκυθρωπότητα, σκυθρωπότης
  • stuiptrekking στα ελληνικά - σπασμός, σπασμοί, σπασμών, σπασμούς, σπασμού
  • stuitend στα ελληνικά - αηδιαστικός, συγκλονιστικός, συγκλονιστικό, συγκλονιστική, συγκλονιστικά, συγκλονιστικές
Τυχαίες λέξεις
Stuip στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπασμός, σπασμοί, σπασμών, σπασμούς, σπασμού